Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1964. Ασκεί τη δικηγορία στην Αθήνα από το 1990. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 2017 με το βιβλίο του Το μνημόσυνο, εκδόσεις Βακχικόν. Από τις εκδόσεις Βακχικόν επίσης κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Ο θάνατος του συλλέκτη (2018), Ο θησαυρός (2020) Οι επτά μικρές ιστορίες Βραχέα ρήματα (2022). Ο ιστότοπος για το συγγραφικό του έργο είναι: https://panagiotiskonstantopoulos.gr Είναι δημιουργός στο youtube και διαχειριστής του καναλιού: pankonstantopoulos: Το άπαν ρεμπέτικο, με κύριο περιεχόμενο τα ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια του μεσοπολέμου, μέσα από τις φωνογραφήσεις εκείνης της εποχής.
Το μνημόσυνο
Σκέφτομαι πως εδώ, στο χωριό μου, το παρελθόν εξακολουθεί να με τρέφει. Κι ώρες ώρες νομίζω πως η ζωή που έζησα είναι το όνειρο ενός παιδιού που αποκοιμήθηκε ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι κι όπου να ’ναι θα ξυπνήσει και θα είναι το πολύ δέκα χρονών. Η ιδέα με κυριεύει και πασχίζω να αφουγκραστώ το ραδιόφωνο από το δωμάτιο του πατέρα μου να παίζει όλη τη νύχτα μουσική από τα βραχέα· την αλυσίδα του σκύλου μας να τρίβεται στο σιδερένιο βαρέλι· την εξώπορτα του σπιτιού μας να ανοίγει και να κλείνει· και το κουβεντολόι της μητέρας μου με τις γειτόνισσες. Ψάχνω να βρω στα τζάμια των παραθύρων του δωματίου τις φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού που είχαμε κολλήσει με τον αδερφό μου – ανοησία σκέτη, αυτό το τελευταίο, αφού εδώ και χρόνια τα είχαμε αλλάξει με παράθυρα αλουμινίου. Νευριάζω κιόλας με τον εαυτό μου, γιατί, ενώ ξορκίζω τον συναισθηματισμό, μοιάζει να ζω εντός του. Ξεφεύγω· αλλά όχι. Χαμογελώ προς τα οικεία πράγματα που βλέπω γύρω μου. Να μια αλήθεια: τα πράγματα έχουν συναισθήματα· δηλαδή αντανακλαστικά συναισθήματα, αυτά που προκαλούν σε εμάς καθώς τα αντικρίζουμε. Αυτή είναι η ψυχή των πραγμάτων: η χαρά τους είναι η δική μας χαρά· το ίδιο και τα δάκρυά τους: Lacrimae rerum. Την ίδια στιγμή, από τη λίστα αρχίζει ένας Μανές Ταμπαχανιώτικος:
Αμάν
κι αν κλαίγω τι με ωφελεί
κι αν κλαίγω τι με ωφελεί
τα δάκρυά μου χάνω
αμάν
αμάν, αμάν
τα δάκρυά μου χάνω
έτσι θα βασανίζομαι
ωσότου θα πεθάνω
αμάν
αμάν, αμάν.
Τώρα, ο γκιώνης ακούγεται σχεδόν δίπλα μου. Άραγε, με παρηγορεί ή με χλευάζει;