Βραχάτη Ελένη

 

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Kαλαμάτα. Εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος, υπεύθυνη του τομέα δημοσίων σχέσεων – πωλήσεων – ανάπτυξης – μεσιτικών εργασιών και λογιστηρίου. Είναι πτυχιούχος εκτελωνίστρια από την Τελωνειακή Περιφέρεια Καλαμάτας Υπουργείου Οικονομικών, δημοσιογράφος της σχολής Δ.Ι.Ε.Κ, ζωγράφος – αγιογράφος – φωτογράφος και εξειδικευμένων τεχνικών εικαστικών εργασιών (νωπογραφία – μεταξοτυπία – οροφογραφία). Επίσης, είναι απόφοιτη δημοσίων σχολών (YΠAN) ασφαλιστικών και λογιστικών σπουδών, λειτουργικών συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, λειτουργικών συστημάτων και φορητών συσκευών επικοινωνίας και δικτύωσης, διαδικτυακών εφαρμογών. Στο πλαίσιο της δια βίου μάθησης και επί σειρά ετών παρακολουθεί μαθήματα ρητορικής, νομικής και ερευνητικής δημοσιογραφίας. Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις ζωγραφικής και έχει ασχοληθεί με κοινωνικά και πολιτικά θέματα ως μέλος νομαρχιακών – περιφερειακών επιτροπών του τομέα ισότητας και πρωτογενούς – δευτερογενούς παραγωγής του νομού μας. Είναι κάτοχος ταυτότητας της Ένωσης Πολιτιστικών Συντακτών (Ε.Π.Σ), στην οποία υπήρξε μέλος, και συνεργάστηκε με την εκδότρια του περιοδικού ΑΕΡΟΠΟΣ για θέματα πολιτιστικής και πολιτισμικής κληρονομιάς. Αρθρογραφεί στο περιοδικό Σύμβουλος Υγείας και κατά καιρούς σε έντυπα και εφημερίδες. Από το 2010 αρθρογραφεί στις προσωπικές της, ηλεκτρονικές και δημοσιογραφικές σελίδες (Eλένη Βραχάτη Καλαμάτα 21, ΨΥΧΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ, κλπ) και στο προφίλ διαδικτύου της εταιρείας FACEBOOK, οι οποίες υποστηρίζονται από την εταιρεία GOOGLE προβάλλοντας τον τόπο μας με τα οδοιπορικά της και αναδεικνύοντας ανιδιοτελώς την πολιτιστική και πολιτισμική μας κληρονομιά.

 

Tα λόγια της μεσίνας

«Πέτα σαΐτα μου γοργή στο ολόχρυσο μετάξι»

Ένα αλησμόνητο δροσερό απόγευμα του Ιούνη του 2015, τον μήνα που η φύση ακάματη δημιουργεί, η όμορφη η μάνα μου ακολουθούσε τους ρυθμούς της. Τα γέρικα χεράκια της τα πολυδουλεμένα πλέκανε με ευλάβεια και με κουκουλάρικη κλωστή την προίκα της δεύτερης της εγγονής, της Αγγελικούλας μας. Τα πράσινα τα φύλλα της μουριάς, λουσμένα στο ζεστό το πορτοκαλοκίτρινο του θεού ηλιάτορα, αυτό το υπέροχο χρώμα που «βάζει» πριν τη δύση για την ανατολή που ακολουθεί, χαρωπά θροΐζοντας στο γεμάτο με αύρα θαλασσινή μελτέμι συνόδεψαν το κάλεσμά της: «΄Ελα, Λενιώ μου, εδώ κοντά, έχει δροσούλα τώρα». Ισιώνοντας με προσοχή τη χειροποίητη μπροστοποδιά τη βαμβακομεταξένια, ακούμπησε στα πόδια της το ολόλευκο πλεκτό της κι έβγαλε τα γυαλιά της να ολοκληρώσει το κάλεσμα η τρυφερή ματιά της. Οι ηλιαχτίδες κάτω από τη φυλλωσιά χορεύανε τον ρυθμικό χορό τους στο κάτασπρο κεφάλι φωτίζοντας το πρόσωπο το χιλιολατρεμένο. Σωπαίνοντας σαν να στεκόταν σ’ εκκλησιά με κοίταζε επίμονα – ανάγκη να με χορτάσει; Φιγούρα γυρτή, σοφή, λιτή, σεμνή και ταπεινή, χορτάτη με χαρές και αλύτρωτα βάσανα στους κύκλους της ζωής της. Όταν την κοντοζύγωσα φώτισε η ματιά της, με κοίταξε με κείνη σ’ όλες κι όλους μας γνωστή τής ΜΑΝΑΣ τη ματιά, ματιά αγάπης θερμή, εκείνη τη γλυκιά γεμάτη αρώματα, την άσβεστη απ’ τη γέννα μας ματιά την πρώτο ιδωμένη . «Ευλογημένη να ’σαι, κόρη μου, την ευχή μου να ’χεις παντοτινά για προίκα», ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή κι ευθύς τα μάτια της γίνανε θολά μα και συνάμα φώτισαν σαν να γράφονταν επάνω τους διαδοχικά μνήμες χαράς και λύπης.