Τασσοπούλου Κωνσταντίνα

 

Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και έχει μεσσηνιακή και μανιάτικη καταγωγή. Η πατρίδα του πατέρα της, όπως και η δική της πατρίδα - τα παιδικά της χρόνια, είναι δεμένα άρρηκτα με το χωριό Δώριον της περιοχής Τριφυλίας. Πήγε σχολείο στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα Γείτονα Παλλήνης, σπούδασε στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και είναι κάτοχος Πτυχίου Πιάνου και Πτυχίου Αρμονίας της Μουσικής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.ΕΛ.Λ.), της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ κείμενά της φιλοξενούνται σε φύλλα εφημερίδων, σε περιοδικά, blogs ή σε Συλλογικές Εκδόσεις.Το 2009, έλαβε τον τίτλο Artist of the Year, στην κατηγορία ΔΙΗΓΗΜΑ, από την International Art and Society and Academy. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτης, Υδροπλάνο, Ίτανος, Εντύποις, Άπαρσις, Αστερόπη, Οσελότος, Otherwise. Γράφει για παιδιά και ενήλικες. Όπως συνηθίζει κι η ίδια να λέει «γράφει με την ψυχή, όχι με το χέρι».

 

Φιλτράρωντας έναν καφέ

Φτάσαμε κι οι τρεις την ίδια στιγμή. Εγώ με τα πόδια, εκείνοι με το μηχανάκι. Επιτάχυνα. Βιαζόμουν. Είχα να περπατήσω ως το μετρό, να προλάβω, να φτάσω εγκαίρως στη δουλειά. Μπήκα πρώτη μέσα, παρήγγειλα πρώτη, στάθηκα στην άκρη και περίμενα. Ο φίλτρου αργεί λιγάκι. Το άλεσμα, το φίλτρο, το νερό, η εκχύλιση. Δε θα αργούσε να μυρίσει φουντούκι. Μύρισε Άνοιξη, όμως, ξαφνικά. Τα παιδιά είχαν κατέβει από το μηχανάκι και είχαν μόλις μπει. Εκείνος με άνεση, εκείνη με χαμόγελο. Αυτός, γνωστός του μαγαζιού. Χαιρέτησε, τον χαιρέτησαν, παρήγγειλε το γνωστό.– Για την κοπέλα; τον ρώτησε ο barista.– Πώς τον πίνεις; γύρισε και την ρώτησε και εκείνη του απάντησε.Λογικά. Λογικά, ήταν ο πρώτος τους καφές. Σήμερα, ένα σχετικά κρύο πρωινό του Οκτώβρη.Τη στιγμή που κατάπινα την πρώτη μου καυτή γουλιά, τα παιδιά είχαν ήδη καθίσει στον πάγκο, έξω στο δρόμο, συζητώντας με έναν τόνο που γνωρίζω καλά. Εκείνη του περιέγραφε τον εαυτό της και εκείνος άκουγε. Τόσο απλά.Τύλιξα το λαιμό μου με το λευκό μου μαντήλι, έκρυψα το χαμόγελό μου κι άφησα το δρόμο να με περπατήσει σε δικά μου αγαπημένα μονοπάτια. Η πρώτη νύχτα κάποιων είχε μόλις ξημερώσει και ίσως, μόλις ξημέρωνε ένας καινούργιος, πολύτιμος έρωτας.