Τσορώνη-Γεωργιάδη Γιολάντα

 

Η Γιολάντα Τσορώνη-Γεωργιάδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρώτη στη σειρά επιτυχόντων μετά από εξετάσεις, μετεκπαιδεύτηκε για δύο χρόνια στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Εργάστηκε επί σειρά ετών στη δημόσια εκπαίδευση ως δασκάλα, βρίσκεται όμως ακόμα σε σχολεία και αφουγκράζεται τον σφυγμό της νέας γενιάς, επισκεπτόμενη σχολικές μονάδες της Ελλάδας και της Ομογένειας μετά από πρόσκλησή τους. Είναι μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων και έχει εκδώσει ως τώρα 107 βιβλία για παιδιά και άλλα λαογραφικού περιεχομένου. Το πρώτο μυθιστόρημά της έχει τίτλο Η σύγκρια, το δεύτερο Ανυπάκουα Πρέπει. Το τρίτο που γράφει τώρα, αν και δεν μπορεί να αποκαλύψει ακόμα τον τίτλο, μπορεί να μοιραστεί μαζί μας πως τα γεγονότα στη μυθοπλασία του πρώτου μέρους του εκτυλίσσονται στην πόλη μας, την Καλαμάτα.

 

Η σύγκρια

Ξυπνάμε το πρωί και δεν ξέρουμε αν θα βραδιάσουμε. Πέφτουμε για ύπνο και δεν κατέχουμε τι θα μας ξημερώσει. Ευχή σού δίνουμε, γιε μου, χίλια χρόνια να ζήσεις, αλλά επειδή κανείς δεν ξέρει πόσο λάδι έχει ακόμα το καντήλι του, γνώμη μας είναι πως πρέπει να κοιτάξεις να αφήσεις παιδιά πίσω. Αίμα σου. Κι αν δεν μπορείς με τη γυναίκα σου, υπάρχει κι άλλος τρόπος». Τον ήξερε τον τρόπο ο Περγαντής, μα ούτε να τον σκεφτεί δεν ήθελε. «Να πάρεις σύγκρια!» τέλειωσε την κουβέντα του ο Σκυλόγγονας. «Νέα είναι ακόμα η γυναίκα μου και ο γιατρός τη βρήκε εντάξει» πετάχτηκε από το σκαμνί το παλικάρι, όταν άκουσε από το στόμα του πατέρα του τη λύση που φοβόταν. «Λάθεψε κατά πώς φαίνεται, έχετε χρόνους παντρεμένοι...» κούνησε εκείνος το κεφάλι. «Σε νιώθω, παιδί μου, μα πρέπει με κάθε θυσία να κάμεις σερνικά, για να συνεχίσει η φαμίλια σου με το αίμα σου» πήρε από τους ώμους η Στράταινα τον γιο της. Η Χρύσα παρακολουθούσε ανέκφραστη και ο Πουλίκος περίμενε να ακούσει τι απόφαση θα βγάλουν.

 

Ανυπάκουα πρέπει

Μια ντουζίνα ηλικιωμένοι άντρες έστεκαν γύρω γύρω. Η Ιλιριάνα έσυρε ήρεμα το βλέμμα στις καταθλιπτικές, μίζερες μορφές και στάθηκε καταμεσής του χώρου. Ένας από τους δώδεκα γέροντες την πλησίασε με αργές κινήσεις, πήρε το μεγάλο ψαλίδι που είχε φέρει η Χαζίζε γι’ αυτή τη δουλειά, στάθηκε πίσω από το κορίτσι, συγκέντρωσε στο ένα χέρι του τα σκουρόχρωμα μαλλιά και τα έκοψε μονομιάς με το άλλο. Άφησε ο άντρας τις μπούκλες να πέσουν στο πάτωμα. Πάταγο έκανε η γυναικεία αδυναμία. Φόρεσε ύστερα η Ιλιριάνα το άσπρο φεσάκι του πατέρα της στο κοντοκουρεμένο της κεφάλι και ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή τώρα που θα ’δίνε τον μεγάλο όρκο ενώπιον των πρεσβυτέρων του χωριού. Βάζοντας μισάνοιχτη τη δεξιά παλάμη της στο μέρος της καρδιάς «Ορκίζομαι» είπε με σταθερή φωνή «στην αιώνια παρθενία μου. Κανένα χέρι δε θα με αγγίξει. Θα παραμείνω σε όλη μου τη ζωή αγνή και αμόλυντη, όπως με έπλασε ο Θεός». Ύστερα με βήμα αργό πήγε ως τον τοίχο όπου κρεμόταν το όπλο του πατέρα της, το πέρασε στον ώμο και «Με λένε Ιλίρ. Εγώ είμαι τώρα ο άντρας αυτού του σπιτιού» δήλωσε δυνατά.