Πανταζόπουλος Πέτρος

Ο Πέτρος Π. Πανταζόπουλος γεννήθηκε στο Πεταλίδι – Μεσσηνίας (1934) και κατοικεί μόνιμα στην Καλαμάτα. Πτυχιούχος της Θεολογικής και Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (και με μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Lyon) υπηρέτησε 31 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα ασχολήθηκε με τα Θεολογικά Γράμματα, την Ιστορική έρευνα και την ποίηση. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: Χαμολούλουδα (1961), Της πίστης και της πατρίδας (1982), Χαμόγελα της ροδαυγής (1987), Ρωγμές στο πρόσωπο του χρόνου (1992), Εφτάχορδη κιθάρα (2007). Παραμένουν ανέκδοτες: Πλυμένα αγάλματα (Α’ βραβείο από την Ε.Ε. Χρ. Γραμμάτων), Χάλκινα περιστύλια, Κατασάρκιον, Συνέκδημος (Β’ βραβείο από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός»), Φως εσπερινόν. Στα ποιητικά του δέον να συνυπολογιστούν οι τραγωδίες του: Αριστόδημος (1997), Αίπυτος (Ανέκδοτη) Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε πολλές εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδος και έχουν καταχωρηθεί στις Ανθολογίες Ν. Τυπάλδου, «Δαυλού», «Π.Ε.Λ.», «Πολιτιστικής Συνεργασίας», «Πνευματικής Ζωής», Κ. Σταμάτη, Δ. Χατζηπέτρου και στις ετήσιες «Μεσσηνιακές Δημιουργίες» της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων. Εκτός των θεολογικών, παιδαγωγικών κλπ μελετών έχει δημοσιεύσει και ιστορικές μελέτες. Προέχουν δε μεταξύ αυτών «Ο θρίαμβος της αλήθειας» (με αυτή πρότεινε λύση στο πρόβλημα της ετυμολογικής προελεύσεως του ονόματος της Καλαμάτας) και η πιο πρόσφατη: «Το Πεταλίδι και οι προγενέστερες αυτού αρχαίες πόλεις Αίπεια και Κορώνη» (2012).

 

ΑΕΡΙΝΗ ΟΠΤΑΣΙΑ

Ποιός ξέρει, αλήθεια, να μελετήσει τις πνοές των ανέμων,

του ζέφυρου να μαντέψει τα δροσερά μηνύματα;

Ποιός διαβάζει τη γλώσσα των λουλουδιών,

της ηλιαχτίδας ποιός κατανοεί τη λάμψη την εύλαλη,

να ρωτήσει για τις χρυσόμυγες,

πού ανεπέτασαν μεμιάς φωτεινά έλυτρα

μελωδώντας μ' αδεξιότητα

το γλυκασμό του ωριμασμένου καρπού;

Ποιά σκιά λαχτάρησε ξαφνικά την ευτυχία της αχλαδιάς,

για να σηκώσει το σμήνος των χρυσών αστεριών,

και να φωτίσει τούς ουρανούς μιας γλυκειάς προσδοκίας;

Βαθυπράσινη μεγαλοπρέπεια

εφαίδρυνε του κάμπου την χρυσοφίλητην ειδή

και μια μετάξινη οπτασία

περιέτρεχε, τάχα με σπουδή, τις αείρροες αμπολές

πότε στα κόκκινα και πότε στα γαλανά

μα πάντα συναγερμική κι αέρινη.

Κινούσε των οριζόντων τις πολύφωνες καμπάνες

σε παναρμόνια συνήχηση

και μ' ένα προσποιητό στεναγμό

λοξοδρομούσε τούς στροβίλους των ανέμων.

Αλαφροπέρναγε πειραχτική απαλάμη

σ' αθώρητες χορδές ευαίσθητου σφρίγους,

σε πήλινου παροξυσμού ακούμπαγε τις πληγές.

[…]