Γεννήθηκε στην Καλαμάτα και ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων Ένα μαγικό ταξίδι. Σε πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος έλαβε το δεύτερο βραβείο από το Σύλλογο Φιλόλογων Λάρισας. Συμμετέχει στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με έργα Ελλήνων δημιουργών, καθώς και στον Β' και Δ' συλλογικό τόμο Μεσσηνιακές Δημιουργίες, που εκδίδει η Ένωση Μεσσηνίων Συγγραφέων. Πεζά της έχουν δημοσιευτεί στον περιοδικό τύπο.
Η Δρόσω
Έχει αγκαλιάσει με το βλέμμα την κολόνα του ηλεχτρικού και ξεκολλημό δε βρίσκει. Ψάχνει για κηδειόσημα, παλιά και φρέσκα. Της αρέσει να τα μελετάει για να ιδεί τι θα κάνει, θα καταψηφίσει την τσιγκουνιά του Θεού ή θα το ρίξει δαγκωτό στο «κουβαρνταλίκι» του. Η γυναίκα που είναι μαζί της δεινοπαθεί να την κάνει να προχωρήσει. Απομακρύνεται δυο βήματα, κοντοστέκει, περιμένει, γυρνάει και παρακαλεί: «Πάμε ρε κυρα-Δρόσω να φύγουμε, άγνωστοι ήτανε, Θεοσχωρέσει, τι ψάχνεις να βρεις, πρωινιάτικα;» «Τι ψάχω!», μουρμουρίζει η γριά μ’ ένα λοξό χαμόγελο απ’ τη μεριά που έχει ακόμη δόντια. «Ψάχω να μάθω πότε η μαχαιριά του χάρου πονάει λιγότερο, αυτό ψάχω». Δεν είναι για να δίνεις βάρος, η Δρόσω τα πετάει κάτι τέτοια. Η γυναίκα έφτυσε καλού κακού τον κόρφο της και ξόρκισε το φόβο μ’ ένα κάλπικο γέλιο. «Τι πάει να ειπεί μάνα μου αυτό το πράμα, τι γλώσσα μιλάς; Σάματι ελαττώνεται ο χάρος για παίρνει μπαχτσίσι; Ούτε το ’να ούτε τ’ άλλο! Ας την κουβέντα χάμου και προχώρα, έχουμε και δουλειές να κάνουμε». «Έχουμε δουλειές, έχουμε δουλειές!», έκανε κοροϊδευτικά η Δρόσω. «Τήρα να τις φας για θα σε φάνε, μαύρη μου» είπε κουνώντας το κεφάλι. Εκείνη ταράχτηκε. «Έλα, χριστιανή μου, τώρα! Πεθαμένο ξενύχτισες κι έχεις τέτοια όρεξη; Κάνε μου τη χάρη και πάμε να φύγουμε!». «Μωρ’ εγώ ξέρω τι λέου, εσύ τα ’χεις παρμένα λάθος. Άκου να σου ειπώ για να μάθεις. Εγώ, μόλις ιδώ χαρτί πεθαμού πρώτα θα ‘‘κόψω’’ τ’ όνομα. Τηράου μην είναι κάνας γείτονας που τα τσίτωσε και δεν πήρα είδηση. Από κει πια πηδάου απάνου, στην ‘‘ποφιλημένη’’. Περιεργούμαι να ιδώ πού τερματίζει η αφιέρωση. Τελειώνει στη ‘‘μάνα’’; Πιλαλάου στους συγγενείς. Είναι ζευγαρωμένοι; Τότενες έχουμε παιδιά μεγάλα. Εκεί ο πόνος κάνει πίσω. Γράφει ‘‘στο γιο μας’’; Ω, ω, ω! Ουέ κι αλίμονος! Η ψυχή μου στάζει αίμα. Στην καρδιά με βρίσκει το βόλι, εκεί με βρίσκει. Δεν υπάρχει πόνος πιο μεγάλος απ’ του γονιού που χάνει το παιδί του. Υπάρχει; Τι λες κι εσύ με τη γνώμη σου;» «Μνήστιτή μου Κύριε, πρωί πρωί! Που να μην έσωνα, με την παλιοχρισούζα! Ρε κυρά-Δρόσω, μόλις έφυγε το παιδάκι μου ταξίδι-στην ώρα την καλή να πάει, Παναγία μου…!»