Μποσινάκης Δημήτρης (1934-2015)

Γεννήθηκε στη Φαλάνθη Κορώνης Μεσσηνίας. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Ήταν κλινικός ψυχολόγος. Εκτός από τις ψυχολογικές του μελέτες (25 εργασίες-βιβλία), είχε εκδώσει τα λογοτεχνικά έργα και μελέτες: Σφραγίδες (ομαδική εργασία), Το τελευταίο τσιγάρο (διηγήματα 1976), Προσδοκία (ποιήματα 1984), Χαμηλόφωνα (ποιήματα 1984. Βραβείο Εταιρείας Ιατρών Λογοτεχνών), Μονόδρομος (διηγήματα 1984. Βραβείο Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών), Έτσι ήρθε η ανησυχία (διηγήματα 1992, Βραβείο Ελλ. Εταιρείας Χριστιαν. Γραμμάτων). Μελέτες για τους: Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Διον. Σολωμό, Κων. Καβάφη, Γεώρ. Βιζυηνό, Λάμπρο Πορφύρα, Μαρία Πολυδούρη κ.ά. Έφυγε από τη ζωή το 2015.

 

ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΤΟΣΚΑΣΕ

[...] Αυτοί που τόσκαγαν ήταν κυρίως έφηβοι. Είχαμε παρατηρήσει πως τόσκαγαν κυρίως την άνοιξη ή το φθινόπωρο, τη δεύτερη άνοιξη στα μέρη μας. Τότε είχε έρθει στην κλινική μας μια νεαρή γιατρός, η Μαργαρίτα από τη Θεσσαλονίκη, διαβασμένη, με νέες ιδέες και με την ορμή του νεόφερτου στο χώρο μας. [...] Ο φύλακας είχε φέρει το Μανώλη και το Γιάννη και περίμενε. Τους είδε ο Λάμπρος από την ανοιχτή πόρτα. Η Μαργαρίτα τους άφησε λίγο να περιμένουν. Ο Λάμπρος όμως την πλησίασε με κάποια οικειότητα που του έδινε η γιατρός.

- Στενοχωρήθηκες, Μαργαρίτα με τα παιδιά; Κουτά δεν είναι, αφού έτσι κι αλλιώς θα....

- Όχι, Λάμπρο μου, τον πρόλαβε αυτή. Καθόλου... μια βολτίτσα ήταν...

- Εγώ όμως δεν θα το σκάσω!

Η Μαργαρίτα δεν θα κόλλαγε τόσο στο λόγο του, αλλά να, ήταν το μόνο παιδί που δεν τόσκασε. Και μάλιστα όταν κάποτε του πρότεινε να τον πάρει η ίδια ένα Σαββατοκύριακο έξω, αυτός δεν απάντησε αμέσως. Άργησε, άργησε πολύ. Δεν απάντησε. Ύστερα η Μαργαρίτα έγνεψε στο φύλακα με τα παιδιά να πλησιάσουν. Δεν τους είπε τίποτε επιτιμητικό. Ο Λάμπρος εκεί, να κοιτάζει τα παιδιά με ακαθόριστα συναισθήματα. Ο φύλακας με τα παιδιά αποτραβήχτηκαν, έφυγαν. Ο Λάμπρος έμεινε. Έμεινε να κοιτάζει τη Μαργαρίτα.

- Δεν μου λες Λάμπρο... είδες όλοι τόχουν κάποτε σκάσει. Εσύ πως δεν θέλησες ποτέ σου; Να φύγεις για λίγο από αυτό το άσυλο, το Νταμπού;

Ο Λάμπρος δεν μίλησε. Κάτι πήγε να πεί, καθώς περιεργαζόταν τη Μαργαρίτα, αλλά δίστασε.

Τελικά, την πλησίασε περισσότερο και τη ρώτησε:

- Εσύ Μαργαρίτα, θέλησες ποτέ σου να το σκάσεις... Να το σκάσεις... να φύγεις από το Νταμπού;

Αυτή τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Κατάφερε τελικά να πεί:

- Εγώ... τι... εγώ...από πού... έκανε αμήχανα και σταμάτησε. Συνέχισε όμως με νευρικότητα να ξεφυλλίζει, χωρίς να σταματάει κάπου και να διαβάζει, τα "Τετράδια της Ψυχιατρικής".