Μπίκος Πέτρος (1930-2021)

 

Ο Πέτρος Μπίκος γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Μοναστήρι της Μεσσηνίας από γονείς αγρότες. Είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας και εργάστηκε κυρίως ως καθηγητής οικονομολόγος στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Παράλληλα, και από τα μαθητικά του χρόνια, ασχολείται και με τη Λογοτεχνία έχοντας δημοσιεύσει μέχρι σήμερα αρκετά βιβλία, όπως τις συλλογές διηγημάτων Ευτυχία με μπαλώματα,  Έντεκα παράθυρα, Των αγγέλων η πείνα, Καθώς μεγαλώναμε,  τις μυθιστοριογραφίες δώδεκα ηρώων του ’21 και το μυθιστόρημα Φωτογραφίες στον καθρέφτη. Έργα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, στα Πολωνικά και στα Βουλγαρικά. Είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων και της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων. Τιμήθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας με το μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης για τη συμμετοχή του σ’ αυτή από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, από το Υπουργείο Παιδείας με Α΄ βραβείο για το διήγημά του «Το πουκάμισο του Αλβανού», από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών με Β΄ βραβείο για το βιβλίο του «Των αγγέλων η πείνα», από το Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Λέρου με Α΄ βραβείο για το διήγημά του «Στάκα!», και από την Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων της Επαρχίας Τριφυλίας για τη συνεισφορά του στα Γράμματα.

 

Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ο Μάνθος πέθανε πολύ νέος. Τρία χρόνια µετά την απόλυσή µας πέθανε, από αρρώστια βαριά. Εγώ το έμαθα το πικρό νέο πολύ αργότερα και εντελώς τυχαία. Από τους τόσους θανάτους που έζησα μέχρι τώρα, ο δικός του µε πόνεσε ξεχωριστά. Θυµήθηκα την ομορφιά του, το σεµνό λεβέντικο περπάτηµά του, τη φωνή του που ’χε κάτι απ’ τον ήχο µπάσας χορδής, τη μελαγχολία του που τον έκανε πιο αγαπητό, και φυσικά πιο έντονα, εκείνο τον αλλόκοτο κι αξέχαστο χορό του στον Μικροκάµπο. Θυµήθηκα ακόµη και τα τελευταία λόγια του Ηλία στο Κ.Ψ.Μ. το ίδιο βράδυ του χορού. Και έκλαψα για όλα ... Τώρα τον φαντάζομαι τον Μάνθο να χορεύει µπροστά στον Θεό! Κάθε φορά που Εκείνος θα τυχαίνει να ’ναι σεκλετισμένος θα τον φωνάζει να του χορέψει κανένα τσάµικο ή ζεϊμπέκικο για να ξεσκάσει µια στάλα. Γιατί µη θαρρείς πως δεν έχει κι Αυτός τα βάσανά Του. Εδώ ένα παιδί έχουµε εµείς καµµιά φορά και πίνουµε µε τις κούπες το φαρµάκι, όχι εκείνος που έχει δισεκατομμύρια! Και µήπως έχει να νοιάζεται µονάχα τους ανθρώπους; Έχει και τα ζωντανά και τα κλαριά, ακόµα και τα άψυχα. Γίνεται λοιπόν να µην Τον βρίσκουνε κι Αυτόν οι στεναχώριες;