Μηλιαρά Μαρία

 

Η Μαρία Μηλιαρά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Αποφοίτησε το 1970 από το Γυμνάσιο Θηλέων της πόλης και συνέχισε τις σπουδές της στο τμήμα πολιτικών μηχανικών της Ανωτέρας Σχολής Υπομηχανικών Αθήνας, από όπου πήρε το πτυχίο της το 1974. Ως μηχανικός εργάσθηκε, για τριάντα έξι χρόνια, στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας υπηρετώντας επί σειρά ετών σε θέσεις ευθύνης. Με την λογοτεχνία γνωρίστηκε από τα πρώτα μαθητικά της χρόνια και υπήρξε πάντα «φανατική» αναγνώστρια. Μετά την συνταξιοδότηση της ασχολήθηκε με την συγγραφή και έχει ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Θέλω να σε τρομάξω. Είναι παντρεμένη και έχει δυο κόρες. Από το 2012 μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ του Χολαργού, όπου ζει από το 1980, και της αγαπημένης της Καλαμάτας.

 

Τα φτερά

Εκείνο το μεσημέρι η μάνα μου η περιέργεια- δηλαδή όχι η μάνα μου η κανονική, αυτή που με γέννησε, μα η νεράιδα που με μοίρανε και με προίκισε με την αχόρταγη ανάγκη μου να θέλω να τα ξέρω όλα- μου είχε αναθέσει να παρακολουθήσω τον καυγά και το φονικό που θα ακολουθούσε, γιατί η βεντέτα, ανάμεσα στον Παναγή και τον Σαράντο, είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της και μύριζε μπαρούτι! Ο Σαράντος τού το είχε μηνύσει: «Θα έρθω μια μέρα στο ερείπιο σου και θα σε πετύχω στον ύπνο. Αλλά επειδή εγώ δεν είμαι βρωμόσκυλο σαν και του λόγου σου, θα σε ξυπνήσω πρώτα, θα σ’ αφήσω να πάρεις και το κουμπούρι σου στα χέρια και μετά θα στην ανάψω. Έτσι το ’χουμε εμείς οι Πετροπουλάκηδες, δεν βαράμε ποτέ στον ύπνο ή πισώπλατα!» Και να ’σου τώρα εγώ να περιμένω ώρες έξω από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα του πυργόσπιτου του Παναγή και να ακούω μόνο το ροχαλητό του που νόμιζες πως θα γκρέμιζε τα αγκωνάρια του πύργου που, έτσι κι αλλιώς, με το ζόρι κρατιόνταν στη θέση τους. Κάπου κάπου, του κοβόταν η ανάσα και όσο κρατούσε η ησυχία συλλογιζόμουν: «Δεν μπορεί, τώρα θα μείνει στον τόπο και θα γλυτώσουμε, εγώ από το βάσανο της παρακολούθησης και ο Σαράντος από το να γίνει φονιάς!» Ο Λεξ, ο γέρικος σκύλος του Παναγή, ξεκούραζε τη μουσούδα του πάνω στα τεντωμένα μπροστινά του πόδια και το μόνο σημάδι πως παρέμενε ζωντανός ήταν ότι ανασήκωνε το δεξί του αυτί κάθε φορά που σταμάταγε το ροχαλητό, μέσα από τη σαρακοφαγωμένη πόρτα και το άφηνε να πέφτει άτονο μόλις αυτό ξανάρχιζε. Είδα κι αποείδα, είδα και τον ήλιο να φεύγει προς τη δύση και αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Ροβόλησα την πλαγιά χωρίς σταματημό, λες και το στραφτάλισμα του ήλιου πάνω στη θάλασσα ήτανε μαγνήτης που με τράβαγε κοντά του. Δεν το είχα προσχεδιάσει μα τα πόδια μου, έχοντας αποκτήσει από καιρό δικιά τους θέληση, με πήγαν ίσαμε τα ζεστά βράχια πάνω από τον μικρό κολπίσκο όπου έβρισκαν καταφύγιο μερικές λιγοστές ψαρόβαρκες, σαν έπιανε νοτιάς. Τα κρύσταλλα του αλατιού που είχαν ξεμείνει στις άκρες της κάθε λακκούβας αιχμαλωτίζανε το φως και αστράφτανε στον ήλιο σαν ακριβά πετράδια!