Ο Βασίλης Παν. Ματσινόπουλος γεννήθηκε το 1930 κι μεγάλωσε στην Κυπαρισσία ώσπου κι τελείωσε το εκεί Οκτατάξιο Γυμνάσιο. Έχοντας από τα εφηβικά του χρόνια φιλολογικά ενδιαφέροντα, ασχολήθηκε πρώτα με την Φιλοσοφία, κυρίως την Προσωκρατική. Στα 24 του χρόνια συνέγραψε το δικό του φιλοσοφικό «σύστημα», που το εξέδωσε το 1978 σε ένα ολιγοσέλιδο, περιεκτικό βιβλίο, με τον τίτλο «Μεταφυσική Αγωνία». Με αυτό δίνει τις δικές του απαντήσεις στα μεγάλα μεταφυσικά και υπαρξιακά προβλήματα, σε μορφή συμπεπυκνωμένων σιβυλλικών – αλληγορικών αφορισμών. Ο Β.Μ. τα τελευταία 40 χρόνια ασχολήθηκε με τη Λαογραφία καθώς και με την τοπική Ιστορία, δημοσιεύοντας άρθρα του σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά, παλαιότερα στο περιοδικό Τριφυλιακή Εστία (του οποίου υπήρξε και ιδρυτικό στέλεχος) και αργότερα στην δικής του εκδόσεως εφημερίδα Νέο Βήμα της Κυπαρισσίας αλλά και στις περιοδικές εκδόσεις «Μεσσηνιακό Ημερολόγιο» (Χρ. Κ. Ρέππα) και «Ολυμπιακή Εστία» (Ευάγγ. Π. Γιαννικόπουλου). Βασικό του όμως «έργο ζωής» είναι η συλλογή, μελέτη και προβολή των πανελληνίως καθιερωμένων 15σύλλαβων μοιρολογιών, για τα οποία και εξέδωσε το 2008 το βιβλίο του «Μοιρολόγια Τριφυλίας – Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου με παραλλαγές λοιπής Ελλάδος και παραπομπές στον Όμηρο». Επιλογή αυτού, με λογοτεχνική μετάφρασή του στα γερμανικά (σε συνεργασία με την Γερμανίδα ελληνίστρια – ποιήτρια Σίβυλλα Χάϊζινγκ) δημοσίευσε το 2013, που ήδη κυκλοφορεί στην Κεντρική Ευρώπη. Ο συγγραφέας είναι μέλος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, κάτοχος τεσσάρων ευρωπαϊκών γλωσσών, χωρίς οιονδήποτε πανεπιστημιακό τίτλο. Στον επαγγελματικό τομέα, αφού υπηρέτησε τέσσερα χρόνια ως εθελοντής ασυρματιστής στο Πολεμικό Ναυτικό και έξι χρόνια στο Εμπορικό, έχοντας επισκεφθεί σχεδόν όλες τις παραθαλάσσιες χώρες του Κόσμου, επιστρέφοντας μονίμως στην Ελλάδα άσκησε πρώτα το επάγγελμα του δασκάλου ξένων γλωσσών και του μεταφραστού έργων κινηματογράφου και τηλεοράσεως, ασχοληθείς στη συνέχεια με αντιπροσωπείες – εισαγωγές μέχρι της συνταξιοδοτήσεώς του.
Μεταφυσική αγνωνία
(Αφορισμοί)
10. Τ’ άπειρα πάντα ένα χαοτικό, παλινδρομικό, τεθλασμενοειδές, άρρυθμα περιστρεφόμενο, αθροιστικό, χωρίς συνείδηση, ακατάπαυστα φθειρόμενο συνονθύλευμα. Και ταυτόχρονα κι ανεξάρτητα από χρόνο και χώρο, μια κυματοειδής, κυκλοτερής, γεωμετρική, έμψυχη, ακατάλυτη, συνεχόμενη και ρέουσα ενότητα...
13. Ο θεός δεν υπόκειται σε ανάγκες, δεν είναι ελεύθερος, δεν αγωνίζεται, δεν έχει σκοπό ή προορισμό, δεν χαίρεται, δεν υπάρχει. Γιατί είναι αυτή η ίδια η Απώτατη Ανάγκη, η Ανώτατη Ελευθερία, ο Αγώνας, ο σκοπός ή ο Προορισμός, ο Πόνος, η Χαρά, η Ύπαρξη... Είναι η ίδια η Γνώσι· γιατί ξέρει τα πάντα κι αγνοεί τα πάντα.
30. Νικητής είν’ ο αγωνιστής που διαλέγει τον πιο χρήσιμο για το Σύμπαν αγώνα προχωρώντας για τούτον ως το θάνατο κι ας είναι σίγουρος πως τίποτα για τον εαυτό του δεν κερδίζει [...].
Μοιρολόγια
[...] «Οι παλιές μοιρολογίστρες έχουν σχεδόν όλες χαθεί. Οι νεώτερες μισοξέρουν ελάχιστα. Σε λίγα χρόνια τα μοιρολόγια μας θα έχουν χαθεί οριστικά. Μαζί τους χάνεται κι’ ένα σπουδαίο και ανεπανάληπτο κομμάτι της Ελλάδος! Ένα βαρυσήμαντο κομμάτι όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού. Πόσοι το έχουμε συνειδητοποιήσει; [...] Τα μοιρολόγια μας, πέραν της λαογραφικής, αισθητικής, γραμματολογικής και τα προς τις αξίες αυτές συναφή, για μας τους Έλληνες έχουν πρόσθετη εθνική σημασία. Γιατί και μόνο με αυτά αποδεικνύεται ολοφάνερα η αδιάκοπη ταυτότητα της ελληνικής ψυχοσύνθεσης από των προϊστορικών μας χρόνων μέχρι σήμερα [...] Θέλω εμφαντικώς να τονίσω, ότι βασικό και κύριο νόημα των καθιερωμένων 15σύλλαβων μοιρολογιών, κυρίως της δυτικής Ελλάδος, είναι η έκφραση συμπόνιας προς τους θανόντες για το κακό που τους βρήκε χάνοντας τη χαρά της ζωής και για όσα, καθώς υποτίθεται, υποφέρουν ή θα υποφέρουν στον Κάτου Κόσμο. Μόνον δευτερευόντως σε μερικά μοιρολόγια γίνεται γενικόλογα λόγος για τις συνέπειες, που ο θάνατός τους θα έχει για τα εναπομένοντα στη ζωή αγαπητά τους πρόσωπα [...].