Κουτσουμπού Κωνσταντίνα

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά έλκει την καταγωγή της από την Κορώνη Μεσσηνίας. Είναι απόφοιτος της  Α.Σ.Ο.Ε.Ε και γνωρίζει τέσσερις ξένες γλώσσες. Εργάσθηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση και στην Εμπορική Τράπεζα στην Αθήνα, στη Μεσσήνη και στην Καλαμάτα όπου κατοικεί από το 1996. Είναι μέλος σε πολιτιστικούς, μορφωτικούς και λογοτεχνικούς συλλόγους τόσο της Καλαμάτας όσο και της Αθήνας. Αρθρογραφεί  για την Ένωση μη ημερησίων εντύπων της οποίας είναι μέλος από το 2010 αλλά και στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο της Καλαμάτας και της Κορώνης (εφημερίδες Ελευθερία, Φωνή, Μεσσηνιακός Λόγος, Δράση ) καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά  έντυπης μορφής (Έκφραση) αλλά και ηλεκτρονικής (ψυχογραφήματα, 24 γράμματα). Πεζά της κείμενα δημοσιεύθηκαν στο Αθηναϊκό Ημερολόγιο των ετών 2012, 2013 και 2014 και στο Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους των ετών 2014 και 2015, στην εγκυκλοπαίδεια της Ελληνικής Λογοτεχνίας των Εκδόσεων Χάρη Πάτση 2014, καθώς και στον τόμο Μεσσηνιακές Δημιουργίες των ετών 2012 και 2014 της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων, της οποίας και αποτελεί μέλος. Συμμετείχε επίσης σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής, ιστορικού μυθιστορήματος καθώς και σε διαγωνισμούς πεζού λόγου. Το πρώτο της βιβλίο «Δημοσιογραφικά της πένας παιχνιδίσματα» εκδόθηκε στην Καλαμάτα τον Αύγουστο του 2014 και περιλαμβάνει δημοσιευμένα άρθρα και χρονογραφήματα της συγγραφικής δουλειάς της κατά την περίοδο 2010-2014. Toν Φεβρουάριο του 2014 το διήγημά της «armataetmorea» απέσπασε τον Α΄ έπαινο στον  διαγωνισμό ιστορικού διηγήματος του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων με έδρα την Αθήνα.

 

Το στοιχειωμένο οικόπεδο

[…]Στη στάση του λεωφορείου «στοιχειωμένο οικόπεδο» κατέβαιναν τώρα οι  λιγοστοί επιβάτες της γραμμής. Άνοιξαν γρήγορα τις ομπρέλες τους που έσταζαν ήδη την όξινη βροχή της πόλης τους και βάδιζαν βιαστικοί και σκυφτοί στον δρόμο για τις δουλειές τους. Απέναντί τους, οι λιγοστές πολυκατοικίες με τα ξεχαρβαλωμένα τους κάγκελα πάσχιζαν να στεγνώσουν το μουντό ξεθωριασμένο χρώμα τους στον διστακτικό ήλιο που ξεπρόβαλε, παίζοντας κρυφτό με τα μαβιά σύννεφα. Μπέτυ, η κόρη της Κατερίνας, με το σακίδιό της στον ώμο και τις μαύρες γαλότσες της κατέβηκε αφηρημένη, στρίβοντας τώρα στη γωνία και περνώντας ακριβώς από μπροστά του. Οι λίγοι ηλικιωμένοι μαγαζάτορες που την γνώριζαν, τής χαμογέλασαν καλοσυνάτα. Άκουσε συζητήσεις πίσω της!. Κάποιοι έδειχναν προς το ύψωμα. Έστρεψε το βλέμμα της, ακολουθώντας το δικό τους και σταμάτησε ξαφνικά  εκεί: στη μεγάλη ταμπέλα που δέσποζε στη μέση του παλιού οικοπέδου. [...]