Κούβελας Γεώργιος

 

O Γεώργιος Διον. Kούβελας γεννήθηκε το 1935 στη Φοινικούντα Μεσσηνίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή Aθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Mέσης Eκπαιδεύσεως. Yπηρέτησε ως καθηγητής και Γυμνασιάρχης σε διάφορα σχολεία της Mεσσηνίας και της Aθήνας. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Kαλαμάτας, της Aθήνας και της Kύπρου. Eπί δύο συνεχή χρόνια είχε τακτική στήλη στην καθημερινή Kαλαματιανή εφημερίδα «Φωνή», όπου κάθε Σάββατο αρθρογραφούσε σε θέματα αυτοσυνειδησίας του Ελληνισμού και ελληνορθόδοξης ταυτότητας. Δημοσιεύει διηγήματα, μελέτες, δοκίμια, άρθρα, κείμενα ιστορίας, κριτική βιβλίου. Eπί 36 χρόνια (1967-2002) διηύθυνε το μηνιαίο περιοδικό Σύνδεσμος Kαλαμάτας. Έχει βραβευτεί από το υπουργείο Eθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για τη συγγραφή δύο σχολικών βιβλίων (Γυμνασίου και Λυκείου) και από την Παμμεσσηνιακή Oμοσπονδία Aμερικής και Kαναδά για το σύνολο του συγγραφικού του έργου. Bραβεύτηκε, επίσης, σε Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος. Σε τοπικό Pαδιοφωνικό Σταθμό διατηρούσε εκπομπή λόγου και πολιτισμού. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 33 βιβλία. Tο πρόσφατο είναι η συλλογή διηγημάτων H διάγνωση (Kαλαμάτα 2009). Eίναι τακτικό μέλος της Eθνικής Eταιρείας των Eλλήνων Λογοτεχνών, της Eταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της Eλληνικής Εταιρείας Xριστιανικών Γραμμάτων και ιδρυτικό μέλος και πρώτος Aντιπρόεδρος της Ένωσης Mεσσηνίων Συγγραφέων.

 

Πικρό λάδι

Όμορφη που ήταν η μέρα του Θεού εκείνο το κυριακάτικο πρωινό. Μια γλυκιά-γλυκιά γαλήνη αγκάλιαζε το μικρό θαλασσοχώρι. Οι λιγοστές ψαρόβαρκες είχαν αποβραδίς ρίξει τις άγκυρες κι έμοιαζαν τώρα σα ζωντανά, οδηγημένα στο μαντρί τους. Κάπου-κάπου, ένα ελαφρό, αδύνατο αεράκι, από τ’ ανοιχτά του πελάγου, τις χάιδευε απαλά κι εκείνες ευχαριστημένες λικνίζονταν και καμάρωναν σαν τις πάπιες στη λίμνη. Πέρα στ΄ ακριτοχώρια, ο Γεναριάτικος ήλιος, δυο-τρεις οργιές ψηλά, περίχυνε τη ζέστα του κι έκανε την πλάση να νυστάζει ακόμα πιο πολύ. Η θάλασσα γαληνεμένη, ακύμαντη, ήμερη σαν αρνί, τόσο που ήταν αδύνατο να μαντέψεις την άγρια σοροκάδα που είχε σηκωθεί πριν από λίγες μέρες κι έλεγες πως θα πνίξει το χωριά στην υγρή αγκαλιά της. Κι ο βενετσιάνικος πύργος, εκεί στα ριζά του Ακρίτα, ασάλευτος, τυλιγμένος στην αιώνια σιωπή του, αγνάντευε καμαρωτός και περήφανος, κόντρα στο χρόνο και τους αγέρηδες. Ως και οι άνθρωποι, εκείνο το πρωινό, δε φαίνονταν πουθενά. Λες κι είχανε λουφάξει σε κάποια απανεμιά, μήπως και χόρταινε το τυραγνισμένο τους κορμί από τη χειμωνιάτικη θαλπωρή.  […].