Γεννήθηκε το 1930 στην Καλλιθέα Πυλίας και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γυμνάσιο Παραλίας Καλαμάτας. Κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή, σε ηλικία 13 ετών (1943) πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Εμφανίστηκε στα Γράμματα σε ηλικία 17 ετών. Το πρώτο του βιβλίο Αθάνατο Πνεύμα τυπώθηκε το 1947 στην Καλαμάτα, όταν ήταν ακόμη μαθητής, ενώ η πρώτη του ποιητική συλλογή, Πονεμένες Ώρες, κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε από το 1958 το λειτούργημα του δικηγόρου στην Αθήνα. Διετέλεσε μέλος και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων του Πρωτοδικείου Αθηνών και μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Δημοσίευσε πλήθος νομικών βιβλίων τα οποία είναι εκδόσεις της Νομικής Βιβλιοθήκης. Είχε κριθεί ότι με το συγγραφικό του έργο είχε συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και για το λόγο αυτό του είχε απονεμηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ισόβια τιμητική σύνταξη λογοτέχνη. Έργα του είναι: Ένας φίλος ξαναγύρισε (νουβέλα, 1953), Με τα φτερά του λούνικ (ποιήματα, 1959), Ανθρώπινη μαρτυρία (μυθιστόρημα, 1972), Πέτρινα χαμόγελα (μυθιστόρημα, 1973), Τρεις σταθμοί στον αγώνα του Εικοσιένα (μελέτη, 1974), Βία και οργή (μυθιστόρημα, 1975), Απόρρητος φάκελος (μυθιστόρημα, 1980), Προσοχή λερώνει (μυθιστόρημα, 1982), Διαδρομή (διηγήματα, 1985), Άνθρωπε αδερφέ μου (ποιήματα, 1987), Δυο δωμάτια και... κάτι (μυθιστόρημα, 1987), Ζωή χωρίς ανάσα (μυθιστόρημα, 1990), Αύριο θα είναι καλύτερα (διηγήματα, 1991), Η γοργόνα της στεριάς (διηγήματα, 1992), Παλαιοπωλείο ιδεών (μυθιστόρημα, 1994). Απεβίωσε το 2015.
Θαλασσινή περιπέτεια
[...] Ήταν ξαφνικό κι αναπάντεχο. Τα πράγματα είχαν συμβεί ως εξής: Εκείνος είχε πελαγοδρομήσει σε μια μεγάλη κουβέντα με τους ταξιδιώτες που κάθονταν στο σαλόνι, σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στον Περσικό κόλπο, τα πετρέλαια, τον πόλεμο. Η συζήτηση είχε φουντώσει. Βαβούρα, σχόλια, αντιρρήσεις, απαντήσεις τον είχαν εντελώς απορροφήσει. Η Μαίρη, που σπανίως μιλούσε πολιτικά, δεν είχε πάρει μέρος στη συζήτηση. Άρχισε μάλιστα να δυσανασχετεί, όταν είδε τους άντρες να φουντώνουν και να διαπληκτίζονται έντονα. Συνήθιζε ν’ αποφεύγει τις συζητήσεις με αγνώστους και μάλιστα σε θέματα που μπορούσαν εύκολα να ανοίξουν καβγά, μεταξύ των Ελλήνων που έχουν μια ιδιαίτερη νοοτροπία καβγατζήδων. Ένας νεαρός, που την έτρωγε με τα μάτια από πολλή ώρα, βρήκε την ευκαιρία να την αποσπάσει από την μανιώδη παρέα των παικτών της πολιτικής και να την οδηγήσει στην επάνω γέφυρα. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, πανσέληνος, κι ο παφλασμός των κυμάτων ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν.