Τετράζης Φιλέας

 

Ο Φιλέας Τετράζης (φιλολογικό όνομα του Λύσανδρου Γ. Αντωνόπουλου) γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα, όμως η οικογένειά του το ίδιο έτος επέστρεψε στην «πατρίδα», δηλαδή το χωριό Κάτω Μέλπεια Μεσσηνίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρησε στην Αθήνα επί σαράντα δύο χρόνια (1966-2008). Πολιτεύτηκε ως υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ στην Β΄ εκλογική περιφέρεια Αθηνών (1974, 1977 και 1981) και διετέλεσε Πρόεδρος του Δ.Σ. της Επιχείρησης Αστικών Συγκοινωνιών (1981-1984) και Πρόεδρος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1987-1989). Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών. Ο Φιλέας Τετράζης ασχολήθηκε από μαθητής με την ποίηση. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα με δύο ποιήματά του που δημοσιεύθηκαν το 1954 στο λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή. Δημοσίευσε στη συνέχεια στα Αθηναϊκά Γράμματα, στη Φιλολογική Βραδυνή, στην Επιθεώρηση Τέχνης, στα Αιολικά Γράμματα, στην Ομπρέλα και αλλού. Ποιήματά του έχουν ενταχθεί στην Ανθολογία δικηγόρων Ποιητών (1989), στην Μεγάλη Πελοποννησιακή Λογοτεχνική Ανθολογία (1995) και στην Λογοτεχνία της Μεσσηνίας (1996). Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων. Ζει στη Γλυφάδα Αττικής. Έχει εκδώσει τα έργα Γνωμοδότηση (1987), Απογευματινό τσάι (1995), Πρωινή συνάντηση (2006), Ανθίσανε οι ζίνιες (2012), Επιλεγμένα ποιήματα (2013), Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω (2014), Η πέρα βρύση (2015), Η μπαλάντα του Ζήκου (2016).

  

Λίγο κραγιόν

Όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων

δε με φόβιζεν ο θάνατος

γιατί είχα πιεί τ’ αθάνατο νερό

όπως όλοι οι έφηβοι εξάλλου.

Ούτε και τη Θάλεια, βέβαια,

που έφυγε στα δεκάξι της

και τώρα ζει μόνο

στη γαλάζια λίμνη της μνήμης μου.

Όταν ζωγραφίζω τα βράδυα το πρόσωπό της

αφήνοντας τα καστανά μαλλιά της

να πέσουν στους τρυφερούς της ώμους

με προσοχή προσθέτω λίγο κραγιόν

ελαφρά κόκκινο στα χείλη της.

Θέλω να μεγαλώσει λίγο ακόμα.

Δε νομίζετε πως πρέπει;

 

Κρυφή σχέση

Με συγχωρείς που άργησα, είπα

στην όμορφη ροδιά

που με περίμενε απόψε.

Όμως ήρθες, ψιθύρισε

αυτό αρκεί για μένα...

Το σούρουπο ήταν μαγικό

κι άπλωσα το δεξί μου χέρι

τρυφερά

στον ανθισμένο της ώμο.

Μη πιο κοντά!

Φοβάμαι μήπως

μας δει το φλύαρο φεγγάρι

είπεν αμήχανα

κουνώντας όμως τόσο ποιητικά

τα πράσινά της φύλλα

η καλή ροδιά μου!