Βούρος Παναγιώτης

 

Ο Παναγιώτης Χ. Βούρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982 και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι δικηγόρος Αθηνών, πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Είναι παντρεμένος από το 2011 με τη φιλόλογο Έφη Τραχαλάκη και έχουν δύο παιδιά, τη Δήμητρα και τον Χρήστο. Το έργο του αποτελείται από τις συλλογές διηγημάτων Πλείστοι άνθρωποι κακοί (2014), Αποσκευές (2018), το μυθιστόρημα Ο κόσμος του κοσμάκη (2017). Το διήγημά του «Δεν είχα μια φίλη σαν τη Γλέντε» μπήκε το 2017 στην «Επιλογή Eyelands» του 7ου διεθνούς διαγωνισμού διηγήματος Το διήγημά του «Το συμπέρασμα του Αμπανγκενάκαλα» διακρίθηκε (είσοδος στη «Μικρή Λίστα») στον 8° διεθνή διαγωνισμό διηγήματος ενώ το διήγημά του «Μικρός Ανώνυμος Τυχερός Κλέφτης» διακρίθηκε στον Διαγωνισμό Διηγήματος που πραγματοποιήθηκε με αφορμή την ανακήρυξη της Αθήνας από την Ουνέσκο ως Παγκόσμιας Πρωτεύουσας Βιβλίου για το 2018 και κυκλοφόρησε το ίδιο έτος από τις εκδόσεις «Ιανός» στη συλλογή διηγημάτων (συλλεκτικός τόμος) με τίτλο «Η Αθήνα και το βιβλίο». Το 2019: α) απέσπασε με το ποίημά του «Ο πάντα πρωτόγονος Κόσμος» το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στον Η' Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό της Αμφικτυονίας Ελληνισμού. Το ως άνω ποίημα και το ποίημά του «Η δικαίωση του τζίτζικα» συμπεριελήφθησαν στην Ανθολογία «Ο κόσμος μας στη θεωρία του χρόνου», β) το μικροδιήγημά του (121 λέξεις) «Ο Ασυγχώρητος» διακρίθηκε -Γ' Βραβείο Κοινού- στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του «121 words» και συμπεριελήφθη στην ομαδική συλλογή «Γράμμα στον νεότερο εαυτό μου», γ) το διήγημά του «Ένα τίμιο κατ' εξακολούθηση έγκλημα» διακρίθηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος «1 φράση + 821 λέξεις για το 1821», που διοργάνωσε το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, και κυκλοφόρησε το ίδιο έτος από τις εκδόσεις «Μένανδρος», για λογαριασμό της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, στη συλλογή διηγημάτων (συλλεκτικός τόμος) με τίτλο «Αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμεν την επανάστασιν», δ) τιμήθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό της Κεφαλονιάς «Κέφαλος» για τη διάκριση του διηγήματός του «Ο προς τα πάνω μέτριος κύριος Όλιμας» στον 1° Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας «Κέφαλος» και για τη συμβολή του στα ελληνικά γράμματα, ε) απέσπασε με το διήγημά του «Οι διαρρήκτες» το Πρώτο (Α') Βραβείο στην κατηγορία «Διήγημα» στον Ε' Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Χριστόδουλος και Μαρία Πετρίδη», που διοργάνωσε το Πετρίδειο Ίδρυμα σε συνεργασία με τις Εκδόσεις «Ζωή και Τέχνη», στ) το διήγημά του «Ο Νιόνιος παραλίγο να έλεγε αλήθεια» διακρίθηκε (είσοδος στη «Μικρή Λίστα») στον 9° διεθνή διαγωνισμό διηγήματος και συμπεριελήφθη στο βιβλίο «Γύρω στα μεσάνυχτα» (συλλογή διηγημάτων) από τις εκδόσεις «Παράξενες Μέρες».Είναι μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων και το 2018 το διήγημά του «Ο Γκούρουκ που ήθελε να γίνει κανονικός» συμπεριελήφθη στις «Μεσσηνιακές Δημιουργίες» (Ζ' Τόμος), ενώ το διήγημά του «Με κάποιους συναντιέται», που είναι  απάντηση στο βραβευμένο «Δεν είχα μια φίλη σαν τη Γλέντε» έχει συμπεριληφθεί στις «Μεσσηνιακές Δημιουργίες» (Η΄Τόμος). Και οι δύο τόμοι είναι έκδοση της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων. Στον έντυπο αλλά και στον ηλεκτρονικό τύπο έχουν μέχρι σήμερα δημοσιευτεί άρθρα, διηγήματα και ποιήματά του.

 

Οι πλείστοι άνθρωποι κακοί

Τα ανθρώπινα ελατήρια παραμένουν ταπεινά σε κάθε υφής ερέθισμα; Στην αφετηρία του ατομικού δράματος, ατολμία, εκδίκηση και συμφέρον σημαδεύουν την θεραπεία της ίδιας πληγής; Τιμωρία και λύτρωση χορεύουν στο κουφάρι του αυτού υποκειμένου; Οι πρωταγωνιστές θριαμβεύουν επειδή γεννήθηκαν κομπάρσοι; Η τελεία προαποφασίζεται ή επισφραγίζει; Οι σελίδες που πέρασαν αρκούν για να καταργηθούν τα ερωτηματικά, είτε της έκφρασης, είτε της σκέψης; Αν ο Βίας ο Πριηνεύς είχε δίκιο τότε «Οι πλείστοι άνθρωποι κακοί». Αν πάλι όχι...;

 

Ο κόσμος του κοσμάκη 

Ο Λυκούργος σκοτώθηκε τριαντάρης σε τροχαίο οδηγώντας το αγροτικό του πατέρα του, τον επικήδειό του μάλιστα εκφώνησε με στόμφο ο Ξερολέας. Εγώ δεν βρήκα το κουράγιο να πάω στο αντίο. Δεν θέλω να γυρίσω ποτέ πάλι στην ξυλιά, στο δεκατριάρι και στα δυο κιλά ψωμί. Όχι γιατί φοβάμαι ή γιατί κουβαλάω δήθεν κάποια παιδική πληγή. Επειδή η ζωή στα θρανία είναι ένας γυάλινος βώλος που κύλησε καταδικασμένος ν’ αστράφτει αιώνια. Είναι η εποχή της γυαλένιας που θέλεις να τη ζεις κι όχι να την επισκέπτεσαι γιατί θα την αλλάξεις και δεν πρέπει. Είναι η εποχή της γυαλένιας που βιάζεσαι να κυλήσει και μετανιώνεις όταν αυτό συμβεί. Ίσως τα τσιμέντα να τα κουμαντάρουν τα κινητά και οι υπολογιστές. Την αλάνα του Κότρωνα την κουμαντάριζε ο Λυκούργος στην κραταιά εποχή της γυαλένιας.