Γεννήθηκε το 1919 στο Χωματερό Πυλίας. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Καλαμάτα. Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Παρουσιάστηκε στα Ελληνικά Γράμματα το 1941. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα (25 βιβλία). Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά έντυπα της πρωτεύουσας και της επαρχίας (Πνευματική Ζωή, Αιολικά Γράμματα, Εμβόλιμον, Νουμάς, κ.ά.).
Με τη Διονίκη
Όταν όλα έπλεαν στο κατεβασμένο και θολό ποτάμι του πάθους, ανάστησε τη Διονίκη. Ήταν ωραία η στιγμή που ανέβηκε σ’ αυτήν την κορφή να ξαναζήσει τη μεγαλοσύνη. Ναι, κι ήταν τόσο ωραία η Διονίκη, λες και ήταν η ίδια η θεά Άρτεμη. Σαγηνευτική, ελικοφλέβαρη με κείνα τα μεγάλα γαλάζια μάτια της, ν’ αστράφτουν σαν τα φτερουγίσματα της χαράς, όταν πετάει στους ουρανούς της καρδιάς και τη γεμίζει με ροδοπέταλα ευδαιμονίας. Και πάντα κρατούσε στην αγκαλιά της αυτή ανθοδέσμη με κόκκινα λουλούδια, ένα δεμάτι ουράνια τόξα κι έτοιμη κάθε στιγμή να δέσει σε χορό την καλοσύνη, την αγάπη, τ’ όνειρο της νίκης. Ναι, τώρα την κρατεί απ’ το χέρι, τη γνώρισε είναι η Διονίκη. Θυμήθηκε κιόλας που την είχε για πρώτη φορά γνωρίσει. Ναι, την είχε γνωρίσει σε μια απ’ τις πολλές μετεμψυχώσεις του, όταν αγωνιζόταν να ελευθερώσει τη ζωή απ’ τα σκοτάδια της αδικίας και της οδύνης. «Σε περίμενα της είπε - και την έσυρε κοντά του. Πολλά χρόνια σε περίμενα. Ίσως κι αιώνες, όμως ήξερα πως θα ερχόσουν, έτσι λαμπερή κι αιθέρια σαν άρωμα από ανθοδέσμη τριαντάφυλλων στην αγκαλιά κάποιας νεραϊδένιας νύφης. Καιρούς ζούσα με το ξωτικό όραμά σου. Ναι ήθελα να ντυθώ τα λευκά φτερά της ομορφιάς σου και της αθανασίας σου για να πετάξω στους ουρανούς σου». «Να, που ήρθα κι είμαι κοντά σου κι είμαι δική σου, καταδική σου». «Αλλά και συ -όπως πάντα- είσαι λαμπερός σαν τον αυγερινό, όταν κανένα σύννεφο, δεν θερίζει τις αχτίνες του, ολόχρυσα ψωμωμένα στάχυα. Κι ετοιμάσου για το ταξίδι μας στην απεραντοσύνη. Για το μεγάλο ταξίδι μας στους καταξάστερους ουρανούς της αγάπης. [...]
Δίχως φόβο
Δεν με χτύπησε ποτέ
της αλαζονείας κεραυνός,
μήτε του εγωισμού
τα φονικά βέλη
καρφώθηκαν
στην άδολη καρδιά μου,
κι ούτε φόρεσα ποτέ
τ’ ακριβό κοστούμι
της κούφιας ματαιοδοξίας.
Έμεινα στρατιώτης
της απλότητας,
υπερασπιστής του δίκιου.
Για την αλήθεια
του ταπεινού κι αθώου
σεμνός αγωνιστής.
Τίποτε δε με θάμπωσε
απ’ τις χρυσωμένες δόξες.
Μ’ οδήγησαν δεσμώτη
στο ικρίωμα οι πόνοι
για την ανθρώπινη αθλιότητα.
Με σημάδεψαν τα ντουφέκια
της προσβολής, του μίσους, της προδοσίας
κι ανέβηκα πολλές φορές
μαχητής ατρόμητος
στο θυσιαστήριο της τιμής.
Μπορείτε να μ’ εχτελέσετε
φονιάδες της παγκοσμιοποίησης.