Η Λίνα (Σταυρούλα) Κοσμοπούλου γεννήθηκε το 1987. Μεγάλωσε στην Αθήνα. Κατάγεται από το Μαγγανιακό και την Ανδρούσα του νομού Μεσσηνίας. Σπούδασε Γεωπονία στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Γ.Π.Α) και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη Φαρμακευτική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α) στον τομέα Φαρμακογνωσίας. Είναι επίσης απόφοιτος ιδιωτικής σχολής Βοτανοθεραπείας και Ολιστικής Ιατρικής. Ασχολείται κυρίως με τον χώρο του φαρμακείου με ειδίκευση στα συμπληρώματα διατροφής, στην ολιστική θεραπεία και στα φυσικά καλλυντικά, ενώ παραδίδει συχνά σεμινάρια για την παρασκευή φυτικών καλλυντικών. Αν και από νωρίς εξέφραζε τις συγγραφικές της ανησυχίες, η πρώτη απόπειρα να δημοσιεύσει κάποιο έργο της ξεκίνησε με τη συμμετοχή της στον τρίτο Διαγωνισμό της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Καλαμάτας, όπου έλαβε και το πρώτο βραβείο για το διήγημά της «Ο ανάδοχος της Κυριακής». Συνεχίζει και γράφει ποιήματα, διηγήματα και παιδικά παραμύθια. Διατηρεί blog με τη διεύθυνση www.linascosmos.blog όπου και προβάλλει κατά καιρούς δικά της κείμενα καθώς και εκφράζει την κριτική της πάνω σε δημοσιευμένα βιβλία ως επίσημο μέλος λέσχης ανάγνωσης.
Ο ανάδοχος της Κυριακής
[…]Πήρα τον δρόμο για την πλατεία. Θα επιχειρούσα να μπω στο μαγαζί του Νιόνιου, του αγαπητικού. Η γυναίκα του έφτυνε τον κόρφο της μόλις πατούσα πόδι απ’ έξω, ενώ σταυροκοπιόταν να μην μπω. Με έλεγε «κατσικοπόδαρο» πίσω από την πλάτη μου, γιατί- λέει- «έφαγα» όλους τους δικούς μου. Μα τι να πεις σε μισάνθρωπους και σε κλεφτοκοτάδες! Κάπως έτσι είχα μάθει, έφτιαξε περιουσία ο Νιόνιος, ο αγαπητικός: Τους έκλεβε όλους, με πρώτο και καλύτερο τον αδερφό του, που του πήρε το μερίδιο από το μαγαζί μπαμπέσικα. Αλλά «ξηγημένος» ο Νιόνιος, σου νέρωνε το κρασί μπροστά σου και έτρωγε τις τρεις από τις πέντε ελιές, όταν σου έφερνε την παραγγελία. Φτάνοντας στην πόρτα του καφενείου - μπακάλικου με το ομώνυμο «Νιόνιος», που έβλεπε στην πλατεία με την εκκλησία, περιμένοντας να χαζέψω την «κυρία Νιόνιου» να σταυροκοπηθεί, με έσπρωξε απότομα ένα χέρι και με έριξε κάτω. Αλαφιασμένος, μαζεύοντας τις δεκάρες μου, γύρισα να δω ποιος ήταν ο φταίχτης. Να σου, ο κυρ- Γρηγόρης, ο Κοντόπουλος! Έτρεχε σαν δαιμονισμένος, κρατώντας έναν φασκιωμένο μπόγο στα χέρια του. «Βοήθεια χωριανοί, θα το χάσω! Το πουλάω! Πουλάω το όνομα». «Ακούτε, χωριανοί!», φώναζε. Βαστούσε το μωρό ψηλά, μα εκείνο δεν έβγαζε ήχο. Βάλθηκε να συμπληρώσει ακόμα μία τραγωδία που διαδραματιζόταν μπροστά μας. Σκυμμένα κεφάλια, γυναίκες που σφιχταγκάλιαζαν τα παιδιά τους, όλοι έκαναν τον σταυρό τους, που ξημέρωσε τέτοια μέρα, πάλι, για τον Γρηγόρη, μαζί με την καμπάνα που διατηρούσε πένθιμο τέμπο, δείχνοντας τον δρόμο της εκκλησίας προς τους πιστούς. Ο κυρ- Σπύρος ο «Πούλος», προσπάθησε να τον ηρεμήσει, ψιθυρίζοντας στην ομήγυρη: «Τον κακομοίρη! Το τέταρτο είναι που πουλά». Ο Γρηγόρης εκλιπαρούσε με μάτια κλαμένα. «Το δίνω!». Ο Σπύρος ήξερε το έθιμο, ήταν Πούλος κι αυτός. Η μάνα του δεν έκανε παιδιά και σαν τον έπιασε και τον γέννησε, πούλησαν το όνομα του νεογέννητου για κάποιες οκάδες λάδι. Να γίνει γρήγορα το βάπτισμα, μη τυχόν και πάθει κάτι το παιδί. Εξ ου και το «Σπύρος» ήταν το μοναδικό όνομα στην οικογένειά του, καθώς πήρε εκείνο του αναδόχου του. «Το πουλάω», έκλαιγε ο Γρηγόρης που είχε αποδεχτεί τη μοίρα του αλλά δεν ήθελε το παιδί να πάει αβάπτιστο. «Το αγοράζω», φώναξα!!! Ούλο το χωριό γούρλωσε τότες τα μάτια και με θωρούσε. Το βλέμμα του Γρηγόρη, που με είχε πλάτη, γύρισε και έπεσε πάνω μου. Με κοίταξε για κάποια δευτερόλεπτα από την κορφή μέχρι τα νύχια, που κυριολεκτικά φαίνονταν από τα σκισμένα μου παπούτσια. «Το αγοράζω, μπάρμπα-Γρηγόρη», είπα με σταθερό τόνο στη φωνή. Εκείνος, σχεδόν απελπισμένος, άπλωσε τον μικροσκοπικό μπόγο προς το μέρος μου. Τα χέρια του έτρεμαν και εκεί, μέσα στη μέση του χωριού με τα «κύριε ελέησον» να χτυπούν σαν τύμπανα από τη νεκρώσιμη ακολουθία του επιταφίου, το κλάμα του μωρού γαργάλησε τ’ αυτιά μας.[…]