Ο Χρήστος Σταυρόπουλος, με ψευδώνυμο Σταύρος Νηχωρίτης, γεννήθηκε το 1941 στην Ανδριανή Πυλίας και είναι απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Μονάχου.Eργάστηκε ως καθηγητής της γερμανικής γλώσσας ως το 2004, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Έχει εκδοθεί το μακροσκελές ποίημά του Ηλίου Άσμα (2009), ενώ έχουν τυπωθεί με πρόχειρη βιβλιοδεσία έντεκα παραμύθια, η ποιητική συλλογή του Έρεβος και Φως, το θεατρικό έργο Η Συνέλευση, τρία διηγήματα και ένα φυλλάδιο με 100 αφορισμούς. Αρθρογραφεί τακτικότατα στην εβδομαδιαία καλαματιανή εφημερίδα Μεσσηνιακός Λόγος.
Ηλίου Άσμα
Ραψωδία Γ΄ στ. 515-557
Αρματοδρόμε τ’ ουρανού, του φέγγους καβαλάρη
ποιος δύναται να παραβγεί μ’ ελόγου σου τη χάρη!
Εσύ που τ’ απολλώνειο φως απλόχερα σκορπίζεις
τη ροδοδάχτυλη αυγή με γλύκα όπου γιομίζεις.
Σ’ εσένα που επέδειξε των Στρατηγών ο Μέγας
στου Άμμωνα το ιερό το πιο προσήκον σέβας
πριν ξεκινήσει να γενεί, Έλληνας Μακεδόνας,
ρήγας τε της Ανατολής κι αρχών της Βαβυλώνας.
Κι η λιονταρίσια του ψυχή απαλλαγεί του βάρους
να ξεχωρίζει εφεξής Έλληνες και Βαρβάρους,
ορώντας του και Ασσύριου τη βαλσατένια πέτρα
που του ενός τα όρια στο σύνολο εμέτρα.
Κι ο πόνος ο βαθύσκιωτος που κρύβει κάθε νόμος
έγινε ύψιστ’ άγαθο της κοινωνίας, όμως,
εφρόντιζε των κραταιών πρώτα τα νιτερέσα
ενώ το δίκιο των πολλών σαν σε καζάνι μέσα
σιγόκαιγε, σιγόβραζε αιώνες και αιώνες,
σκλάβοι και δουλοπάροικοι ήσαντε οι κολώνες
που πότισαν αδιάκοπα με ποταμούς ιδρώτα
τη λευτεριά των Αθηνών την αίγλη του Ευρώτα,
των Γότθων τους ψηλούς ναούς, των ιπποτών τα κάστρα
των Φαραώ τα μνήματα που στόχευαν τα άστρα.
Τους τρούλους της Αγιά Σοφιάς με τ’ ανοιχτά τα τόξα
της Ρώμης την πρωτόφαντη πορεία προς τη δόξα.
Των Ιβηρών την έξοδο, των Τσάρων τα παλάτια,
του Βούδα τους λαμπρούς ναούς, το δάσος τα κατάρτια
που δόξασαν τη Βενετιά τέλη του Μεσαιώνος
και δούλεψαν το μάλαμα της Γραίας Αλβιόνος.
Τους πύργους των Σκανδιναβών, του Λούθηρου προμάχων
της Άγιας Μεταρρύθμισης των ιερών ξυμμάχων
που πρώτοι επερπάτησαν ανάμεσα στο πλήθος
διδάσκοντες στους άνακτες σεμνότητα και ήθος.
Ως το σεληνοθώρητο Δράκοντα των Κιτρίνων
που ακόμα αφουγκράζομαι τους στεναγμούς εκείνων
που πάλεψαν, που μόχθησαν να στήσουν τη θωριά του
κι αλύπητα ταφιάστηκαν στα μαύρα σωθικά του.
Την εκστρατεία την τρανή του φοβερού Μογγόλου
του πιο ωμού κατακτητή επί της γης που διόλου
δεν εξεχώρισε ποτέ ανθρώπους κι εργαλεία
της ιστορίας τους τροχούς κινώντας με μια βία
πρωτάκουστη, πρωτόγνωρη και για βαρβάρων τρόπους
να λιώνει πάνω στην πυρά και στεναγμούς κι ανθρώπους….
Από την Ποιητική Συλλογή Έρεβος και Φως
Το Ταξίδι
Ίσια πετούνε τα πουλιά στο λάγνο πέταγμα τους.
Ούτε ματιά δε ρίχνουνε για να κοιτάξουν πίσω
παρά τραβούν ολοταχώς που τα ‘ταξε η μοίρα.
Και αν έρθουν χρόνοι δίσεκτοι, καιροί φουρτουνιασμένοι,
Χιονιάδες με κεντρί φιδιού, Νοτιάδες μανιασμένοι,
τα γέρικα, τα άρρωστα θα γείρουν δεν θα αντέξουν
και θα γενούν του πελάγου μακάβριο στολίδι.
Όσα αντέξουν το χαμό θα σφίξουν την καρδιά τους
και θα στυλώσουν τη ματιά στ’ ορίζοντα την άκρη,
αμμούδες ξανθογάλανες στο βάθος να αντικρίσουν.
Και σαν θα φτάσει η στιγμή, θα έρθει η άγια ώρα
που θα διπλώσουν τα φτερά, στέρεα θα πατήσουν
σε βράχο θαλασσόδαρτο, σιμά στο ακρογιάλι,
θα στρέψουν προς το πέλαγος να κλάψουν τα χαμένα,
όσα εμείναν στα μισά του μακρινού του δρόμου.
Κι όταν στερέψει στη ματιά το τελευταίο δάκρυ
θα γίνει το λυπητερό χαρούμενο τραγούδι
και θα χωθούν στις φυλλωσιές, ερωτικά να σμίξουν,
φωλιές να μαστορέψουνε, να χτίσουνε εστίες
να ‘χει συνέχεια η ζωή, παντοτινή να μείνει.