Η Ράνια Λυμπεροπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Δεκατριών ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Φιλοσοφίας. Δημιούργησε οικογένεια και εδώ και αρκετά χρόνια έχει επιστρέψει στην Καλαμάτα, όπου και διαμένει. Εργάστηκε στο Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας και στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας. Η πρώτη της εμφάνιση στον χώρο της Λογοτεχνίας έγινε το 2015 με την έκδοση του μυθιστορήματος «Η ζωή δεν σταματά στο χθες», εκδ. Λυκόφως. Κατόπιν εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων «Πίσω απ’ τους χειμώνες», εκδ. 24 γράμματα 2019. Στη συγκεκριμένη συλλογή περιλαμβάνεται και το διήγημά της «Ξεχασμένοι άγγελοι», το οποίο απέσπασε Γ΄ βραβείο στον 2ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας (2018). Στο άμεσο μέλλον αναμένεται να κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά της «Ό,τι πολύ…ποθήσαμε!». Επίσης, κάνοντας τα πρώτα της βήματα στον χώρο της Ποίησης, απέσπασε το Γ΄ βραβείο ανάμεσα σε 408 συμμετοχές στον 6ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του πολιτιστικού – κοινωνικού φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη.
Θέλω να γυρίσω στα παλιά
Εκείνα τα χρόνια η οδός Ακρίτα ήταν ακόμα ένας φαρδύς χωματόδρομος, όπου κυκλοφορούσαν μαζί με τους βαριεστημένους στο περπάτημα πεζούς και μερικά ποδήλατα, που της έδιναν μια κάποια αίγλη για δρόμο. Βέβαια, τα απογεύματα ο δρόμος έγραφε διαφορετικά τη δική του ιστορία: γέμιζε από παιδικά χαμόγελα και λεπτές φωνές αγοριών και κοριτσιών, ανανεωνόταν από τα ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας τους ή από τα αθώα αστεία των πιο μικρών, το κρυφτό, το κυνηγητό, τα μήλα, τα κεραμιδάκια και όλα τα άλλα παιχνίδια της κάθε αλάνας, της κάθε γειτονιάς. Πολύ σπάνια η αίγλη της οδού Ακρίτα γινόταν μεγαλοπρέπεια. Έσκιζε, δηλαδή, τη σκόνη από το χώμα της κάποιο αυτοκίνητο, που συγκέντρωνε τα βλέμματα και τον θαυμασμό των παιδιών... Άλλα χρόνια! Το πάνω μέρος του δρόμου, το ξεκίνημά του, ήταν στη Φυτειά, κι από εκεί η Ακρίτα, ο κόσμος των παιδιών, έφτανε ολόισα, χωρίς στροφές, μέχρι την Παραλία. Αριστερά και δεξιά, δέσποζαν δύο μεγάλες γράνες - βαθιά χαντάκια για τα βρόχινα νερά που ήταν άφθονα τότε - και κάθε φθινόπωρο και χειμώνα φόβιζαν τους κατοίκους στα πέριξ, όταν η βροχή βυσσοδομούσε. Μεταμορφώνονταν απότομα, όπως ο Ιανός, σε απειλητικούς χείμαρρους, που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να απειλήσουν τις φτωχές περιουσίες τους, τα πλίνθινα σπίτια με τους μικρούς μπαξέδες γύρω γύρω… Με ξύλινα αυτοσχέδια γεφυράκια, που κατά διαστήματα φρόντιζαν οι κάτοικοι πέριξ της Ακρίτα να προχειροκατασκευάσουν, γινόταν η σύνδεση αυτών των ελάχιστων σπιτιών με τον δρόμο. Αλλά και σε κεντρικά σημεία του δρόμου τα προβλήματα δεν ήταν λιγότερα. Μικρές και μεγαλύτερες λακκούβες που δημιουργήθηκαν με τα χρόνια σε πολλά σημεία του δρόμου, αρκετά βαθιές πολλές από αυτές, γίνονταν λιμνούλες με τις πρώτες βροχές και οι γαλότσες ήταν απαραίτητες, για να τις περάσει κανείς χωρίς να βραχεί και να γεμίσει λάσπες. Κι έβρεχε πολύ στην Καλαμάτα, τότε. «Εδώ, όταν αρχίζει να βρέχει, ξεχνάει να σταματήσει», έλεγαν οι ντόπιοι για την πόλη τους.