Τεμπελόπουλος Ευάγγελος (1935-2023)

 

Γεννήθηκε το 1935 στη Χρυσοκελλαριά Κορώνης, όπου το 1948 τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Το 1954 τελείωσε το Γυμνάσιο Μεσσήνης και το 1956 την Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως. Το 1960 διορίστηκε δάσκαλος, αφού πρώτα υπηρέτησε για 32 μήνες ως έφεδρος αξιωματικός στην αεροπορία. Ως δάσκαλος υπηρέτησε 17 χρόνια στην περιφέρεια της Κορώνης και 13 σε αυτή της Αθήνας. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια της υπηρεσίας του ήταν Διευθυντής του 9ου Δημ. Σχολείου Βύρωνα. Συνταξιοδοτήθηκε το 1990.  Υπήρξε πέντε χρόνια πρόεδρος του συλλόγου Χρυσοκελλαριωτών της Αθήνας και εξέδιδε την εφημερίδα του συλλόγου Η Φωνή της Χρυσοκελλαριάς. Έχει εκδώσει δύο βιβλία, έχει σχεδόν έτοιμα άλλα δύο και έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα, σχόλια και κριτικές σε τοπικές εφημερίδες. Αρθρογραφούσε ανελλιπώς στην τοπική εφημερίδα Η δράση της Κίνησης των Ενεργών Πολιτών του Ν.Τ. Κορώνης. Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας και γενικός γραμματέας της Κίνησης.

 

Η παλαϊκή χαμοκέλα του χωριού

Το σπίτι των φτωχών. Από τότε που ένιωσα τον κόσμο, οι φτωχοί, που ήταν και οι περισσότεροι, ζούσαν στις χαμοκέλες, οι οποίες τον χειμώνα ήταν βουτηγμένες στη λάσπη και το καλοκαίρι πνιγμένες στον μπουχό. Οι νοικοκυραίοι κάθονταν σε δίπατα σπίτια με χαγιάτια, πέτρινες καμάρες, σαν εκείνες που έχουν τα γεφύρια, με αυλές ευρύχωρες γεμάτες πρασινάδα και, συνήθως, με ένα πηγάδι στη μέση. Γύρω-γύρω ήταν περιφραγμένες με τοίχους πέτρινους, μαστορικά φτιαγμένους. Είχαν και οι πλούσιοι χαμοκέλες, στις άκρες των αυλών τους, αλλά τις ήθελαν για αποθήκες μόνο. Δεν ξέρω γιατί μου έχει «κάτσει» ότι οι άνθρωποι της χαμοκέλας ήταν πιο ανοιχτόκαρδοι και περισσότερο καλοσυνάτοι από τους ένοικους των μαντρογυρισμένων σπιτιών των πλουσίων (πλούσιοι θεωρούνταν εκείνοι που είχαν εξασφαλίσει το ψωμί, το λάδι και το κρασί της χρονιάς). Τη φτώχεια των ενοίκων της χαμοκέλας, την πρόδινε η ίδια η χαμοκέλα από μακριά. Ήταν κατά κανόνα γερασμένη με στραπατσαρισμένη μόστρα. Τα κεραμίδια της σαλεμένα από τους δυνατούς αέρηδες, παρά τις πέτρες που ήταν πλακωμένα. Οι τοίχοι της φθαρμένοι από την πολυκαιρία και τα κουφώματά της σάπια, έτοιμα να διαλυθούν. Παρόλο που ήταν γεμάτη ρυτίδες και ξεφτίσματα, η θύμησή της και σήμερα ακόμη αποπνέει μια οικειότητα και νοσταλγική ζεστασιά. Όσοι τη θυμούνται τη νοσταλγούν. Όσοι δεν τη γνώρισαν, θέλουν να ζήσουν κάποιες στιγμές κοντά της. Εγώ τη θυμάμαι καλά. Όσοι δεν την έχετε γνωρίσει, ελάτε μαζί μου σε μια νοερή ξενάγηση. […]