Ο Δημήτρης Ν. Μπουσούνης γεννήθηκε στη Μαθία Μεσσηνίας. Σπούδασε Χημεία στην Μπολόνια της Ιταλίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στην Καλαμάτα ως ιδιώτης χημικός. Ασχολείται με την ποίηση και την πεζογραφία. Έχει εκδώσει μέχρι τώρα τρία πεζογραφήματα, δύο θεατρικά έργα και δύο ποιητικές συλλογές. Αρθρογραφεί τακτικά στον τοπικό τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει κάνει και αρκετές δημοσιεύσεις πάνω στα τρόφιμα και τα ποτά βάσει της ειδικότητάς του. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χημικών, του Συνδέσμου Χημικών Μεσσηνίας και της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων.
Το Πάσχα του κλέφτη
Την επομένη πριν καλά καλά ανατείλει ο ήλιος και λαλήσουν τα κοκόρια της γειτονιάς, ο Τάσος άρχισε να στριφογυρίζει μέσα στο σπίτι του. Σε κάποια στιγμή τον πήρε είδηση η γυναίκα του και ρώτησε με μια δόση ειρωνείας.
-Γιατί σηκώθηκες τόσο πρωί, Τάσο μου, μήπως υπνοβατείς και δεν το ξέρω;
-Κορόιδεψε κι εσύ τώρα, ρε γυναίκα και παίξε με τον πόνο μου. Αφού δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε, πώς θέλεις να υπνοβατώ;
-Εγώ λέω να έρθεις να ξαπλώσεις και πάψε να γκρινιάζεις, συνέχεια, χρονιάρα μέρα που ’ναι σήμερα.
Το Μεγάλο Σάββατο ήταν ημέρα σφαγής των αρνιών σ’ όλο το χωριό. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία για να κρατούν το κρέας φρέσκο κι έτσι ο χασάπης έπιανε από νωρίς δουλειά. Όσοι, λοιπόν, από τους κατοίκους του χωριού δεν μπορούσαν να σφάξουν το αρνί από μόνοι τους, φώναζαν αυτόν και πήγαινε στο σπίτι τους. Με το αίμα του ζώου, που συμβόλιζε εκείνο του Χριστού έκανε έναν σταυρό μπροστά στην πόρτα του κάθε νοικοκύρη κι ευχόταν τα χρόνια πολλά. Κατόπιν έβγαζε τα εντόσθια του αρνιού και κρέμαγε το κρέας στο τσιγκέλι για να στραγγίξει. Εκεί έμενε μέχρι την επομένη ημέρα το πρωί και τότε το ετοίμαζαν οι νοικοκυραίοι ανάλογα, με το πώς ήθελαν το ψήσουν. Σαν αμοιβή έδιναν στον χασάπη το τομάρι του αρνιού αλλά και κάποιο φιλοδώρημα, έτσι για το καλό! Όσο περνούσε η ώρα, λοιπόν, τόσο και μεγάλωνε η αγωνία του Τάσου. Σε κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και χτυπώντας τις παλάμες των χεριών του απελπισμένα, είπε στη γυναίκα του: «Ανέβηκε ο ήλιος δυο οργιές απάνω κι αυτός ο βλαμμένος ούτε που φάνηκε ακόμη».
Γενιά του ’40!
Πικρή γενιά δε χόρτασες της νιότης τον αέρα,
αντί για γέλια και χαρές σε πλάκωσε η φοβέρα.
Πολέμους, πίκρες και σφαγές βρήκες στο πέρασμά σου
κι ο χάρος παραμόνευε μέσα στη γειτονιά σου.
Την πείνα είχες αδερφή, τη φτώχεια για μητέρα,
παρόλα αυτά κατάφερες και φώναξες «αέρα!».
Έδειξες σ’ όλους τους λαούς μ’ αγώνες και θυσία,
πώς πολεμάει ο Έλληνας για την ελευθερία.
Ενώ τη δόξα αγκάλιασες με πείσμα και μεράκι,
αντί για δάφνες και τιμές σε πότισαν φαρμάκι.
Μα ’κείνο που σε τσάκισε και σ’ έκανε να κλάψεις,
ήταν το αίμα τ’ αδερφού που σ’ έβαλαν να σφάξεις.
Μετά απ’ αυτόν τον σπαραγμό με την καρδιά σπασμένη,
πουλήθηκες στα πέρατα της γης δυστυχισμένη.
Όμως κι εκεί κατάφερες με πείσμα να ριζώσεις
και στην πατρίδα δεν ξεχνάς βοήθεια να δώσεις!
Από την ποιητική συλλογή «Καλλίστευμα»
Δημήτρης Ν. Μπουσούνης: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.