Πρικάκη - Λίτσα Μαρία

 

H Mαρία  Πρικάκη- Λίτσα γεννήθηκε το 1948 στο Αμάρι Ρεθύμνου Κρήτης. Φοίτησε στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς και κατόπιν εργάστηκε σε εταιρείες δημοσίων έργων. Ζει στη Μεσσηνία από το 1970 έως σήμερα. Από μικρή συνέθετε μαντινάδες. Την τελευταία δεκαετία γράφει ποιήματα στο περιοδικό Φιλιατρά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Χριστιανικά φτερουγίσματα και Έκφραση ψυχής.

   

H  M A N A

  Ω! μάνα λέξη ιερή, γλυκιά κι αγαπημένη
  κι από την Παναγία μας πολύ ευλογημένη.

  Στο άκουσμά σου αναρριγεί κάθε παιδί στην πλάση
  δακρύζουνε τα μάτια του όποιου σε έχει χάσει.

  Το φίλτρο σου το μητρικό και τα αισθήματά σου
  σαν πόλος έλξης δυνατός, τραβάει τα παιδιά σου.

  Η φλόγα σου η μητρική φουντώνει μα δε σβήνει
  ακόμα κι όταν τη φυσά τσι φτώχειας η οδύνη.

  Μάνα, που ξενοδούλευες για να τα βγάλεις πέρα
  και τα παιδιά σου πιο ψηλά να τά ΄δεις κάποια μέρα.

  Μάνα, που έχεις σύντροφο σκληρό κι υπομονεύεις
  για τα παιδιά σου, μα για σε τίποτα δε γυρεύεις.

  Μάνα, που αναγκάστηκες τον γάμο σου να λύσεις
  και τα παιδιά σου μοναχή, παλεύεις ν'αναστήσεις.

  Μάνα, που αναπάντεχα έχασες το παιδί σου
  και η καρδιά σου ράγισε μαύρισε η ζωή σου.

  Ω! μάνα Σπαρτιάτισσα, που ‘στελνες το παιδί σου
  στον πόλεμο «ταν ή επί τας» ήτανε η ευχή σου.

  Ω, μάνα Ηπειρώτισσα! Ψηλά στην κακοράχη
  με το μωρό στην αγκαλιά, τα βόλια εις τη ράχη.

  Ω! μάνα συ τσι προσφυγιάς, τα κύματα μπροστά σου
  μ 'ένα παιδί στην αγκαλιά και τ' άλλο στην κοιλιά σου.

  Μάνα Ελληνίδα, χριστιανή, με φλόγα και μεράκι
  που μεγαλώνεις με Χριστό το κάθε σου παιδάκι.

  Ω! μάνα του ναρκομανή και του φυλακισμένου
  του άστεγου, του άπιστου και του δυστυχισμένου,

  που προκαλείς συγκίνηση μα και συγχρόνως δέος
  παλεύεις για το γιόκα σου κι ας είν' ο τελευταίος.

  Ω! μάνα που φιλοξενείς στην κρίση το παιδί σου
  κι αντί να φτιάξει χάλασε τελείως η ζωή σου.

  Κι αισθάνεσαι παρείσακτη στο ίδιο σου το σπίτι
  και λες πως τέτοια συντροφιά καλύτερα να λείπει.

  Κι όταν στη δύση τσι ζωής μονάχη απομένεις
  κουδούνι ή τηλέφωνο ν' ακούσεις περιμένεις,

  ένα πικρό παράπονο στα δάκρυά σου πνίγεις
  μα είν  'η αγάπη σου πολλή και δε βαροκαρδίζεις.

  Η πιο φτωχή 'μαι του χωριού, μου είπε μια μανούλα
  που το παιδί της έπαιρνε όλη τη συνταξούλα.

  Μεγάλη έχουν δύναμη τσι μάνας οι δεήσεις
  που συγκινούν και τον Θεό και δίνει απαντήσεις.

  Μια μάνα ενημερώθηκε πως το παιδί της φεύγει
  κι αμέσως εις την Παναγιά με πίστη καταφεύγει.

  Ω, Παναγία Δέσποινα! Τώρα σε θέλω να ‘ρθεις
  το άμοιρο παιδάκι μου του χάρου να τ'αρπάξεις.

  Κι η Παναγιά η μάνα μας που τρέχει νύχτα μέρα
  αστραπιαία έδρασε, τον χάρο κάνει πέρα.

  Θαύμα φωνάξαν οι γιατροί, σώθηκε το παιδί σου
  η Παναγιά απάντησε ευθύς στην προσευχή σου.

  Το θαύμα τούτο έγινε, σ'ένα Νοσοκομείο
  γιατί κρατά η Παναγιά τσι χάρης το Ταμείο.

  Κι όταν στη μάνα το παιδί δείξει αχαριστία
  πληγώνεται κατάκαρδα, μα δεν κρατά κακία.

  Μια μάνα ο γιος εσκότωσε καρδιά να τσ' αφαιρέσει
  για να την πάει ο άκαρδος στη σύζυγο, πεσκέσι.

  Στον δρόμο κάπου σκόνταψε και μάνα μου φωνάζει
  κι ακούει τσι μάνας την καρδιά βαθιά ν'αναστενάζει.

  Παιδάκι μου εσκόνταψες; Πρόσεξε να μην πέσεις
 όπως εσύ με πόνεσες, δεν θέλω να πονέσεις.

  Παιδιά, μια  μάνα έχετε, μην τη στενοχωρείτε
  με την ευχή της ευτυχείς αιώνια να ζείτε.

  Υπάρχουν και καλά παιδιά που όσο κι αν πεις αξίζουν
  τη μάνα τους ευγνωμονούν, δεν την κακοκαρδίζουν.

  Για σένα μάνα ιερή όσα κι αν έχω γράψει
  και πάλι είναι λίγα σου, κάτι θα ‘χω ξεχάσει.

  Μα ο ανταποδότης Κύριος όταν τον συναντήσεις
  θα σου ειπεί: «εύγε, τέκνο μου, αιώνια θα ζήσεις,

  Τα τέκνα που σου έδωσα, μέχρι να ‘ρθεις επάνω
  προστάτεψες και φρόντισες και με το παραπάνω"

  Και συ που δεν εμπόρεσες παιδάκι ν'αποκτήσεις
  κάπου προσμένει τ'ορφανό να το υιοθετήσεις.

  Μάνα δεν είναι μοναχά αυτή που ‘χει γεννήσει
  αλλά και όποια ορφανό παιδάκι αναστήσει.

  Τον Μάη εορτάζουνε οι μάνες όλου του κόσμου
  μα πρέπει να γιορτάζουνε ολοχρονίς του χρόνου!